- στροβῶ
- στροβέωtwirlpres subj act 1st sg (attic epic doric)στροβέωtwirlpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροβώ — έω, και στροιβῶ, άω, Α [στρόβος] 1. συστρέφω, περιστρέφω 2. μτφ. ενοχλώ, δυσαρεστώ … Dictionary of Greek
στρόβῳ — στρόβος whirling round masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβωι — στρόβῳ , στρόβος whirling round masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταστρόβητος — ἑπταστρόβητος, ον (Μ) φρ. «ἑπταστρόβητον ὄρχημα» χορός με επτά συστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + στροβη τός «συνεστραμμένος» (< στροβώ «συστρέφω»)] … Dictionary of Greek
παλινστρόβητος — παλινστρόβητος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»] … Dictionary of Greek
περιστροβώ — έω, ΜΑ θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, στροβιλίζω, περιδινώ μσν. αλλάζω, μεταβάλλω, διορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στροβῶ «περιστρέφω»] … Dictionary of Greek
στροβητός — ή, όν, Α [στροβῶ] στριμμένος, στριφτός. επίρρ... στροβητῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως « … Dictionary of Greek
στροιβώ — άω, Α (δ. αν.) βλ. στροβῶ … Dictionary of Greek
στρόβησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [στροβῶ] σύγχυση, διατάραξη … Dictionary of Greek
συστροβώ — έω, Μ συστροβιλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στροβῶ «συστρέφω, περιστρέφω» (< στρόβος)] … Dictionary of Greek